Πλειάδες

Πλειάδες
Πλειάδες, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] Πληϊάδες ([dialect] Aeol. [full] Πληΐαδες Sapph.52), αἱ,
A Pleiads, Il.18.486, Od.5.272, Hes.Op.383, 572.
II later in sg., of the whole constellation, esp. in notes of time,

ὑπὸ Πληϊάδα

at the setting of the P.,

Hp.Epid.1.1

;

πρὸ Πλειάδος ἐπιτολῆς Arist.HA553b31

; ἀπὸ Πλειάδος ἀνατολῆς ib.599b10; μετὰ Πλειάδα ib.598b7; ἀπὸ Πλειάδος δύσεως ib.599a28; περὶ Πλειάδος δύσιν ib.542b22; πρὸς δύσιν Πλειάδος χειμερινήν ib.566a21;

Σείριος ἐγγὺς τῆς ἑπταπόρου Π. ᾄσσων E.IA8

(anap.), cf. Ion1152: in sg., also a name given to the seven best Alexandrian tragic poets, Heph.9.4, Choerob. in Heph.p.236 C., Suid. s.v. Ἀλέξανδρος Αἰτωλός, al. (Πλειάδες is perh. derived from πλέω, sail, because they rose at the beginning of the sailing-season (if so Πληϊάδες is metri gr. for Πλε (ϝ) ϊάδες).—Poets (Hes.Frr.177, 178, 179, Pi.N.2.11, A.Fr.312), using the lengthened form Πελειάδες (Alcm.23.60, gen. sg.

Πελειάδος E.Or.1005

(lyr.)), represented them as doves flying before the hunter Orion.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πλειάδες — Pleiads masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλειάδες — Οι επτά κόρες του Άτλαντα, οι οποίες, σύμφωνα με ένα μύθο, μεταμορφώθηκαν στα επτά αστέρια του ομώνυμου αστερισμού, για να σωθούν από τον κυνηγό Ωρίωνα· ονομάζονταν Ταϋγέτη, Ηλέκτρα, Αλκυόνη, Στερόπη, Κελαινώ, Μαία και Μερόπη. Σύμφωνα με μια άλλη …   Dictionary of Greek

  • Πλειάδες ή Πούλια — (Αστρον.). Αστρικό άθροισμα στον αστερισμό του Ταύρου, που αποτελείται από σημαντικό πλήθος αστέρων. Ένας παρατηρητής με κανονική όραση μπορεί να διακρίνει έξι, ο Οβίδιος όμως αναφέρει ήδη την παρουσία έβδομου αστέρα. Ένα άτομο με οξεία όραση… …   Dictionary of Greek

  • Πλειάδας — Πλειάδες Pleiads masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλειάδων — Πλειάδες Pleiads masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλειάσι — Πλειάδες Pleiads masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλειάσιν — Πλειάδες Pleiads masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πληιάδας — Πλειάδες Pleiads masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πληιάδες — Πλειάδες Pleiads masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πληιάδεσσιν — Πλειάδες Pleiads masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πληιάδων — Πλειάδες Pleiads masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”